πυκνός

πυκνός
-ή, -ό / πυκνός, -ή, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, -ή, -όν, αιολ. τ. πύκνος, -ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β. «χλαῑναν πυκινὴν καὶ μεγάλην», Ομ. Οδ.)
2. παχύρρευστος
3. (για πλήθος πραγμάτων που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους) συγκεντρωμένος, συνεπτυγμένος (α. «πυκνά δόντια» β. «σταυροῑσι πυκινοῑσι», Ομ. Ιλ.)
4. (για πτέρωμα, ή μαλλιά) δασύς («πυκναὶ τρίχες», Πλάτ.)
5. άφθονος, πλούσιος (α. «πυκνό φύλλωμα» β. «πυκνό δάσος» γ. «πυκινὴ λόχμη», Ομ. Οδ.)
6. (για βροχή, χιόνι κ.λπ.) αυτός που πέφτει με πολλές σταγόνες, νιφάδες κ.λπ. («χιόνι πυκνό κι αγέρας», Κρυστ.)
7. (για πράξη που επαναλαμβάνεται συχνά) αλλεπάλληλος, συνεχής, απανωτός (α. «πυκνά πυρά» β. «τῶν πυκνῶν φιλημάτων», Αισχύλ.)
8. (για αναπνοή ή για σφυγμό) ταχύς, γρήγορος («πνεῡμα πυκνότερον», Ιπποκρ.)
9. το ουδ. ως ουσ. το πυκνό(ν)
α) (για ύφος συγγραφέα) περιεκτικότητα, συντομία
β) η περίπτωση, στην αρχαία ελληνική μουσική, διαστηματικών διαδοχών σε ένα τετράχορδο κατά την οποία το άθροισμα τών λόγων τών δύο μικρότερων διαστημάτων είναι μικρότερο από τον λόγο τού τρίτου διαστήματος
νεοελλ.
1. (για σκοτάδι, ομίχλη, νέφος) αδιαπέραστος, πηχτός
2. φρ. «πυκνό ύφος» — το ύφος στο οποίο πολλά διανοήματα περιέχονται στην ίδια λέξη ή έκφραση, το περιεκτικό, το συνοπτικό ύφος
αρχ.
1. ο στερεά συναρμοσμένος, ο καλά κλεισμένος («πυκινὰς θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. περιορισμένος σε έκταση, στενός («διέρχεται... ἀρκέουσα ἰκμάς... πυκνῆς τῆς ὁδοῡ ἐούσης», Ιπποκρ.)
3. (για γυναίκα) κοντόχοντρη
4. υπέρμετρος, υπερβολικός («πυκινὸν ἄχος», Ομ. Ιλ.)
5. (σε συνεκφορά με τα νοῡς, φρήν, διάνοια, μῆτις κ.ά.) συνετός, σώφρων
6. (για πρόσ.) ευφυής, επιδέξιος
7. (για ιδέες, λόγους, πράξεις) φρόνιμος («πυκινὸν ἔπος», Ομ. Ιλ.)
8. μτφ. σκοτεινός, ύπουλος («πυκινὸν λόχον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
πυκνώς / πυκνῶς ΝΜΑ, και πυκνά ΝΑ, και πυκνόν και ποιητ. τ. πυκινῶς και πυκινόν και πυκινά Α
νεοελλ.
1. με πυκνότητα
2. φρ. «συχνά πυκνά» — συχνότατα
αρχ.
1. στερεά («θύραι πυκινῶς ἀραρυῑαι», Ομ. Ιλ.)
2. σφοδρά, ισχυρά
3. συχνά
4. με τρόπο έξυπνο ή συνετό, φρόνιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. πύκα* (τ. σχηματισμένος κατά τα επιρρ. σε -α < *-n-, πρβλ. σάφα), πυκ-νός, πυκινός, παρουσιάζουν παράλληλο σχηματισμό με τα: θαμά, θάμνος, θαμινός. Το συνθ. πυκι-μηδής, εξάλλου, εμφανίζει μορφή α' συνθετικού με φωνηεντισμό -ι-, πρβλ. λαθι-κηδής, πυρι-γενής (βλ. λ. αργι-) και κατά την επικρατέστερη άποψη από το πυκι-μηδής έχει προέλθει ο τ. πυκι-νός, ενώ κατ' άλλους αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. πυκινός, από όπου ο τ. πυκνός με συγκοπή τού -ι-. Όσον αφορά στην ετυμολόγηση τών τ. έχει προταθεί η σύνδεση τους με τη λ. ἄμ-πυξ* «διάδημα» και το αβεστ. pusā (< ΙΕ ρίζα *puk- «συνωθώ, περικλείω, περικυκλώνω»), υπόθεση που θα ταίριαζε με τη σημ. τών πύκα / πυκάζω. Η μτφ. χρήση, τέλος, τού επιθ. πυκνός με σημ. «ισχυρός, οξύς» και «φρόνιμος, συνετός, γερός» οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν τη σύνδεση τής λ. με την οικογένεια τού πεύκη* (πρβλ. πευκάλιμος«οξύς, έξυπνος»).
ΠΑΡ. πυκνότης(-ητα), πυκνώ(-νω)
αρχ.
πυκνάκις
αρχ.-μσν.
πυκνάζω
νεοελλ.
πύκνα, πυκνάδα, πυκνερός, πυκνιά, πυκνίλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πυκνόδους, πυκνόστυλος, πυκνόφυλλος
αρχ.
πυκνάρμων, πυκνόβλαστος, πυκνογαμία, πυκνογόνατος, πυκνόθριξ, πυκνόκαρπος, πυκνοκίνδυνος, πυκνονεφής, πυκνοπλοώ, πυκνοπνεύματος, πυκνόπνοια, πυκνόπορος, πυκνόπτερος, πυκνορράξ, πυκνόρρίζος, πυκνόσαρκος, πυκνόσπορος, πυκνόστικτος, πυκνοσφιξία, πυκνόφθαλμος
μσν.
πυκνοέθειρος, πυκνοκέντητος, πυκνόκλωστος, πυκνοποιώ, πυκνόπυργος
μσν.-νεοελλ. πυκνοδεντριά
νεοελλ.
πυκναραδιασμένος, πυκνογραμμένος, πυκνοζύμη, πυκνοήσκιωτος, πυκνοκατοικούμαι, πυκνοληψία, πυκνόμαλλος, πυκνόμετρο, πυκνόρρευστος, πυκνότριχος, πυκνοϋφασμένος, πυκνοφρύδης, πυκνοφυτεύω. (Β' συνθετικό) ισόπυκνος, κατάπυκνος, σύμπυκνος, υπέρπυκνος, υπόπυκνος
αρχ.
άπυκνος, βαρύπυκνος, διάπυκνος, ομοιόπυκνος, οξύπυκνος, παράπυκνος
νεοελλ.
ολόπυκνος, υψίπυκνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυκνός — ή, ό 1. αυτός που έχει πολλή ύλη, πηχτός, σφιχτός, κρουστός. Πυκνός πληθυσμός. – Πυκνό ύφασμα. 2. μτφ., αδιαπέραστος: Πυκνό σκοτάδι. 3. ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος: Πυκνές ερωτήσεις. 4. πλούσιος, άφθονος, δασύς: Πυκνά φρύδια. – (μτφ.)… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυκνός — πνύξ the Pnyx masc gen sg πυκνός close masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότερον — πυκνός close adverbial comp πυκνός close masc acc comp sg πυκνός close neut nom/voc/acc comp sg πυκνος with pointed bottom adverbial comp πυκνος with pointed bottom masc acc comp sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοτάτων — πυκνός close fem gen superl pl πυκνός close masc/neut gen superl pl πυκνος with pointed bottom fem gen superl pl πυκνος with pointed bottom masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοτέραις — πυκνός close fem dat comp pl πυκνοτέρᾱͅς , πυκνός close fem dat comp pl (attic) πυκνος with pointed bottom fem dat comp pl πυκνοτέρᾱͅς , πυκνος with pointed bottom fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοτέρων — πυκνός close fem gen comp pl πυκνός close masc/neut gen comp pl πυκνος with pointed bottom fem gen comp pl πυκνος with pointed bottom masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότατα — πυκνός close adverbial superl πυκνός close neut nom/voc/acc superl pl πυκνος with pointed bottom adverbial superl πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότατον — πυκνός close masc acc superl sg πυκνός close neut nom/voc/acc superl sg πυκνος with pointed bottom masc acc superl sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοτέρως — πυκνός close adverbial comp πυκνός close masc acc comp pl (doric) πυκνος with pointed bottom masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνά — πυκνός close neut nom/voc/acc pl πυκνά̱ , πυκνός close fem nom/voc/acc dual πυκνά̱ , πυκνός close fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”